Diclib.com
Διαδικτυακό λεξικό
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي
Κλείσιμο
Κλείσιμο
Λεξικά
Ρωσικό λεξικό
коксоваться
Αναζήτηση
Τι (ποιος) είναι
коксоваться
- ορισμός
Εμφάνιση πρόσθετων πληροφοριών για αυτήν τη λέξη...
коксоваться
КОКСОВ'АТЬСЯ
, коксуюсь, коксуешься,
·несовер.
(
тех.
).
страд.
к
коксовать
.
|
Превращаться в кокс (об угле). Эти угли хорошо коксуются.
коксоваться
несов.
1) Превращаться в кокс.
2) Страд. к глаг.: коксовать.
Παραδείγματα προφοράς από
www.voicecup.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Searching
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για
коксоваться
1. Она имеет свойство засоряться и
коксоваться
при определенных условиях". Тем временем авиакомпании, эксплуатирующие Ил-'6-300, учатся работать без них.
Παραδείγματα από
www.pressmon.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Επικοινωνήστε μαζί μας
INTERFACE LANGUAGE
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي